ἐπιρρίπτει

ἐπιρρίπτει
ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐπιρρί̱πτει , ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐπιρρί̱πτει , ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres ind mp 2nd sg
ἐπιρρί̱πτει , ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres ind act 3rd sg
ἐπιρριπτέω
throw oneself
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ἐπιρρί̱πτει , ἐπιρριπτέω
throw oneself
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίρριψη — η (Α ἐπίρριψις) [επιρρίπτω] η πράξη τού επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κριματιστής — ο [κριματίζω] 1. αυτός που αμαρτάνει, αμαρτωλός 2. αυτός που επιρρίπτει κρίματα, κατηγορίες σε κάποιον, κατήγορος …   Dictionary of Greek

  • μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… …   Dictionary of Greek

  • μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • μωμεπιρρίπτης — μωμεπιρρίπτης, ὁ (Μ) αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου, που κατακρίνει, αποδοκιμάζει ή και επιπλήττει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + ἐπιρρίπτω] …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”